- καυλοκλυστήρ
- καυλο-κλυστήρ, ῆρος, ὁ, (A
καυλός 111
) a surgical instrument, Hermes38.282.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καυλός 111
) a surgical instrument, Hermes38.282.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καυλοκλυστήρ — καυλοκλυστήρ, ῆρος, ὁ (Α) είδος χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καυλός «βλαστός» + κλυστήρ «σύριγγα» (< κλύζω «κατακλύζω»)] … Dictionary of Greek
καυλοκλυστήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek